- ὠμοβόρος
- ὠμοβόρος , v. ὠμοβόλος.]
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὠμοβόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοβόρος — α, ο / ὠμοβόρος, ον, ΝΑ αυτός που τρώει ωμό κρέας, ωμοφάγος («θηρῶν ὠμοβόρων», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek
ὠμοβόρον — ὠμοβόρος masc/fem acc sg ὠμοβόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόρα — ὠμοβόρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόροι — ὠμοβόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόροιο — ὠμοβόρος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόροις — ὠμοβόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόροισι — ὠμοβόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόροισιν — ὠμοβόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόρου — ὠμοβόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόρους — ὠμοβόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)